- περισπωμένη
- περισπάωdraw off from aroundpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)περισπάωdraw off from aroundpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισπωμένη — περισπώμενη (λέξη), η η λέξη που παίρνει περισπωμένη. η τόνος λέξεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περισπωμένη — η, Ν γραμμ. ένα από τα τρία σημεία τού παραδοσιακού τονισμού τών λέξεων, που πριν από την καθιέρωση τού μονοτονικού συστήματος έμπαινε μόνο στη λήγουσα και στην παραλήγουσα και ποτέ στην προπαραλήγουσα, σε αντιδιαστολή με τα δύο άλλα σημεία… … Dictionary of Greek
περισπωμένῃ — περισπάω draw off from around pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) περισπάω draw off from around pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπερισπώ — προπερισπῶ, άω, ΝΑ γραμμ. τονίζω με περισπωμένη την παραλήγουσα λέξης νεοελλ. (η μτχ. μέσ. ενεστ.) προπερισπώμενος, ένη, ο αυτός που παίρνει περισπωμένη στην παραλήγουσα («προπερισπώμενη λέξη» λέξη που τονίζεται με περισπωμένη στην παραλήγουσα σε … Dictionary of Greek
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… … Dictionary of Greek
περίσπασις — ἡ, ΜΑ [περισπώ] 1. περισπασμός, απασχόληση με άλλο αντικείμενο από εκείνο που κυρίως ενδιαφέρει, η διάσπαση τής προσοχής 2. ο τόνος περισπωμένη, ο τονισμός συλλαβής με περισπωμένη … Dictionary of Greek
περισπασμός — ο, ΝΑ [περισπώ] 1. απασχόληση, απομάκρυνση από την κύρια εργασία, απόσπαση τής προσοχής σε αντικείμενο διαφορετικό από το κυρίως ενδιαφέρον έργο 2. συνεκδ. μέριμνα, φροντίδα, έγνοια, σκοτούρα, στενοχώρια τού βίου («οικογενειακοί περισπασμοί») αρχ … Dictionary of Greek
Circumflex — ^ Circumflex Diacritics accent acute( … Wikipedia
Ancient Greek phonology — is the study of the phonology, or pronunciation, of Ancient Greek. Because of the passage of time, the original pronunciation of Ancient Greek, like that of all ancient languages, can never be known with absolute certainty. Linguistic… … Wikipedia